Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόνδοι
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κονδομονόβολον
κονδός
κόνδῠ
κονδυλίζω
κονδύλιον
κονδυλισμός
κονδυλιστής
κονδυλοειδής
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
κονία
View word page
κονδυλοειδής
κονδῠλ-οειδής, ές,
A). = κονδυλώδης, ἐξοχαί Ruf. Oss. 15 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κονδυλοειδής
Headword (normalized):
κονδυλοειδής
Headword (normalized/stripped):
κονδυλοειδης
IDX:
58868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58869
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κονδῠλ-οειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κονδυλώδης, ἐξοχαί</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ruf.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oss.</span> 15 </span>.</div> </div><br><br>'}