Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόνδαξ
κόνδοι
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κονδομονόβολον
κονδός
κόνδῠ
κονδυλίζω
κονδύλιον
κονδυλισμός
κονδυλιστής
κονδυλοειδής
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
κονδύλωσις
κονδυλωτός
κονέω
κονή
κονητής
View word page
κονδυλιστής
κονδῠλ-ιστής, οῦ, , horse which injures its hoofs in the stable, Hippiatr. 10 (v.l.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κονδυλιστής
Headword (normalized):
κονδυλιστής
Headword (normalized/stripped):
κονδυλιστης
IDX:
58867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κονδῠλ-ιστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, horse which injures its hoofs in the stable, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 10 </span> (v.l.).</div><br><br>'}