Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοναβηδόν
κοναβίζω
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κόνδαξ
κόνδοι
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κονδομονόβολον
κονδός
κόνδῠ
κονδυλίζω
κονδύλιον
κονδυλισμός
κονδυλιστής
κονδυλοειδής
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
κονδύλωμα
View word page
κονδός
κονδός,
A). v. κοντός (B).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κονδός
Headword (normalized):
κονδός
Headword (normalized/stripped):
κονδος
IDX:
58862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58863
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κονδός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κοντός</span> (B).</div> </div><br><br>'}