Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοναβέω
κοναβηδόν
κοναβίζω
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κόνδαξ
κόνδοι
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κονδομονόβολον
κονδός
κόνδῠ
κονδυλίζω
κονδύλιον
κονδυλισμός
κονδυλιστής
κονδυλοειδής
κονδυλόομαι
κόνδυλος
κονδυλώδης
View word page
κονδομονόβολον
κονδο-μονόβολον, τό, name of a gambling game, Cod.Just. 3.43.1.4 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κονδομονόβολον
Headword (normalized):
κονδομονόβολον
Headword (normalized/stripped):
κονδομονοβολον
IDX:
58861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58862
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κονδο-μονόβολον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, name of a gambling game, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cod.Just.</span> 3.43.1.4 </span>.</div><br><br>'}