Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κοναβίζω
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κόνδαξ
κόνδοι
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κονδομονόβολον
κονδός
κόνδῠ
κονδυλίζω
κονδύλιον
κονδυλισμός
κονδυλιστής
κονδυλοειδής
κονδυλόομαι
κόνδυλος
View word page
κονδολύχνια
κονδο-λύχνια, κονδο-λύχνιος, =
A). statarium, Gloss.


ShortDef

statarium

Debugging

Headword:
κονδολύχνια
Headword (normalized):
κονδολύχνια
Headword (normalized/stripped):
κονδολυχνια
IDX:
58860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58861
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κονδο-λύχνια</span>, <span class="orth greek">κονδο-λύχνιος</span>, = <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">statarium,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}