Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κομψοπρεπής
κομψός
κομψότης
κοναβέω
κοναβηδόν
κοναβίζω
κόναβος
κονάριχον
κονβενταρχέω
κόνδαξ
κόνδοι
κονδοκέρατος
κονδολύχνια
κονδομονόβολον
κονδός
κόνδῠ
κονδυλίζω
κονδύλιον
κονδυλισμός
κονδυλιστής
κονδυλοειδής
View word page
κόνδοι
κόνδοι·
κεραῖαι, ἀστράγαλοι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κόνδοι
Headword (normalized):
κόνδοι
Headword (normalized/stripped):
κονδοι
IDX:
58858
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58859
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόνδοι·</span> <span class="foreign greek">κεραῖαι, ἀστράγαλοι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}