κόναβος
κόνᾰβ-ος, ὁ,
A). ringing, clashing, din, κόναβος .. ἀνδρῶν ὀλλυμένων νηῶν θ’ ἅμα ἀγνυμενάων , v.l. for 10.122 ὄτοβος ap.Sch. Th. 709 .— Ep. word, once in Trag., κ. χαλκοδέτων σακέων Th. 160 (lyr.), cf. Hist.Conscr. 22 .