Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κομπασεύς
Κομπασία
Κόμπασμα
Κομπασμός
Κομπαστής
Κομπαστικός
Κομπέω
Κομπηγόρος
Κομπηρός
κομποθηλαία
Κομπθήλυκα
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπόω
κομπώδης
Κομύρια
Κομύριον
View word page
Κομπθήλυκα
Κομπ-θήλυκα, τά,
A). v.l. for πόρπακας (the ends of a seton) in Hippiatr. 2 ; cf. foreg. and κόμβος, κομβίον, κομβοθηλεία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κομπθήλυκα
Headword (normalized):
κομπθήλυκα
Headword (normalized/stripped):
κομπθηλυκα
IDX:
58832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κομπ-θήλυκα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v.l. for <span class="ref greek">πόρπακας</span> (the ends of a seton) in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 2 </span>; cf. foreg. and <span class="foreign greek">κόμβος, κομβίον, κομβοθηλεία</span>.</div> </div><br><br>'}