Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κομοτροφέω
κομπάζω
κόμπαλος
Κομπασεύς
Κομπασία
Κόμπασμα
Κομπασμός
Κομπαστής
Κομπαστικός
Κομπέω
Κομπηγόρος
Κομπηρός
κομποθηλαία
Κομπθήλυκα
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
κόμπος
κομπός
κομποφακελορρήμων
κομπόω
View word page
Κομπηγόρος
Κομπ-ηγόρος, ον,
A). speaking boastfully, Hsch. s.v. ἀερολέσχης .


ShortDef

speaking boastfully

Debugging

Headword:
Κομπηγόρος
Headword (normalized):
κομπηγόρος
Headword (normalized/stripped):
κομπηγορος
IDX:
58829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58830
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κομπ-ηγόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">speaking boastfully</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀερολέσχης</span> .</div> </div><br><br>'}