Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνοκάριος
κομοτροφέω
κομπάζω
κόμπαλος
Κομπασεύς
Κομπασία
Κόμπασμα
Κομπασμός
Κομπαστής
Κομπαστικός
Κομπέω
Κομπηγόρος
Κομπηρός
κομποθηλαία
Κομπθήλυκα
κομπολακέω
κομπολακύθης
κομπολογία
View word page
Κομπασμός
Κομπ-ασμός, , = foreg., Plu. Sull. 16 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Κομπασμός
Headword (normalized):
κομπασμός
Headword (normalized/stripped):
κομπασμος
IDX:
58825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58826
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Κομπ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg033:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg033:16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Sull.</span> 16 </a>.</div><br><br>'}