Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόμμῐ
κομμίδιον
κομμιδώδης
κομμίζω
κομμιώδης
κομμός
κομμός
κομμόϲ
κομμόω
κομμώ1
κομμῶ2
κόμμωμα
κόμμωσις
κομμωτής
κομμωτικός
κομμώτρια
κομμώτριον
Κομνοκάριος
κομοτροφέω
κομπάζω
κόμπαλος
View word page
κομμῶ2
κομμ-ῶ· πλεκτάναι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κομμῶ2
Headword (normalized):
κομμῶ
Headword (normalized/stripped):
κομμω2
IDX:
58811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58812
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κομμ-ῶ·</span> <span class="foreign greek">πλεκτάναι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}