Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κομάω
κόμβα
κομβίον
κομβοθηλεία
κομβολύτης
κόμβος
κομβόω
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω1
κομέω2
κόμη
κομήεις
κόμης
Κομηταμυνίας
κομήτης
κομία
κομιδή
κομιδῇ
κομίζω
κόμιον
View word page
κομέω2
κομέω (B), Ion. for κομάω.


ShortDef

to take care of, attend to, tend
[(Ion.) have long hair > κομάω]

Debugging

Headword:
κομέω2
Headword (normalized):
κομέω
Headword (normalized/stripped):
κομεω2
IDX:
58777
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58778
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κομέω</span> (B), Ion. for <span class="foreign greek">κομάω</span>.</div><br><br>'}