Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολωνός
κολῳός
κόλωψ
κομάκτωρ
κομανίαν
κόμαρι
κομαρίς
κόμαρος
κομαροφάγος
κομάς
κοματροφέω
κομάω
κόμβα
κομβίον
κομβοθηλεία
κομβολύτης
κόμβος
κομβόω
κόμβωμα
κομέτιον
κομέω1
View word page
κοματροφέω
κοματροφέω,
A). = κόμην τρέφω , IG 12(7).259.8 (Amorgos).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοματροφέω
Headword (normalized):
κοματροφέω
Headword (normalized/stripped):
κοματροφεω
IDX:
58766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58767
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοματροφέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κόμην τρέφω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12(7).259.8 </span> (Amorgos).</div> </div><br><br>'}