κόμαρι
κόμαρι, εως, τό, red dye obtained from root of
A). Comarum palustre, , 14.2 5 , al., Maria ap.Zos.Alch. p.155 :—also κόμμαρι, εως, τό, PHolm. 13.37 , 16.5 , al.; κόμαρις and κώμαρις, ἡ, Anon.Alch. pp.351,9 ; κόμαρον, τό, ib. p.350 PHolm. 25.15 . ,