Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Κολωναί
κολωνεία
κολώνη
Κολωνῆθεν
κολωνία
κολωνοειδής
κολωνός
κολῳός
κόλωψ
κομάκτωρ
κομανίαν
κόμαρι
κομαρίς
κόμαρος
κομαροφάγος
κομάς
κοματροφέω
κομάω
κόμβα
κομβίον
κομβοθηλεία
View word page
κομανίαν
κομανίαν· πορνί, δαψιλὴν ἀνίαν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κομανίαν
Headword (normalized):
κομανίαν
Headword (normalized/stripped):
κομανιαν
IDX:
58760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58761
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κομανίαν·</span> <span class="foreign greek">πορνί, δαψιλὴν ἀνίαν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}