Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόλσασθαι
κολύβδαινα
κόλυβος
κολύβριον
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολύκιντος
κολύμβαινα
κολυμβάς
κολύμβατος
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
κολυμβίς
κολυμβιστής
κολυμβιτεύω
View word page
κολύμβατος
κολύμβ-ατος, , a plant, Gp. 2.4.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολύμβατος
Headword (normalized):
κολύμβατος
Headword (normalized/stripped):
κολυμβατος
IDX:
58731
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58732
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολύμβ-ατος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a plant, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 2.4.1 </span>.</div><br><br>'}