Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κόλσασθαι
κολύβδαινα
κόλυβος
κολύβριον
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολύκιντος
κολύμβαινα
κολυμβάς
κολύμβατος
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
κολυμβητέον
κολυμβητήρ
κολυμβητής
κολυμβητικός
View word page
κολύκιντος
κολύκιντος,
A). = κολόκυνθος (q.v.). κολυκρίζοντες· ἐκτελοῦντες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολύκιντος
Headword (normalized):
κολύκιντος
Headword (normalized/stripped):
κολυκιντος
IDX:
58728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58729
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολύκιντος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κολόκυνθος</span> (q.v.). <span class="orth greek">κολυκρίζοντες·</span> <span class="foreign greek">ἐκτελοῦντες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}