Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόλπος
κολποφακῆ
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κόλσασθαι
κολύβδαινα
κόλυβος
κολύβριον
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολύκιντος
κολύμβαινα
κολυμβάς
κολύμβατος
κολυμβάω
κολυμβήθρα
κολύμβησις
View word page
κολύβριον
κολύβριον, τό,
A). = μολόβριον (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολύβριον
Headword (normalized):
κολύβριον
Headword (normalized/stripped):
κολυβριον
IDX:
58724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58725
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολύβριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μολόβριον</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}