Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολποειδής
κόλπος
κολποφακῆ
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κόλσασθαι
κολύβδαινα
κόλυβος
κολύβριον
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολύκιντος
κολύμβαινα
κολυμβάς
κολύμβατος
κολυμβάω
κολυμβήθρα
View word page
κόλυβος
κόλυβος· ἔπαυλις, Hsch.; cf. καλύβη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κόλυβος
Headword (normalized):
κόλυβος
Headword (normalized/stripped):
κολυβος
IDX:
58723
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58724
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόλυβος·</span> <span class="foreign greek">ἔπαυλις</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">καλύβη</span>.</div><br><br>'}