Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κολπίζω
κολπίτης
κολποειδής
κόλπος
κολποφακῆ
κολπόω
κολπώδης
κόλπωμα
κόλπωσις
κολπωτός
κόλσασθαι
κολύβδαινα
κόλυβος
κολύβριον
κόλυθροι
κόλυθρον
κολυθροφιλάρπαξ
κολύκιντος
κολύμβαινα
κολυμβάς
κολύμβατος
View word page
κόλσασθαι
κόλσασθαι·
ἱκετεῦσαι
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κόλσασθαι
Headword (normalized):
κόλσασθαι
Headword (normalized/stripped):
κολσασθαι
IDX:
58721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58722
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κόλσασθαι·</span> <span class="foreign greek">ἱκετεῦσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}