Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολούλια
κολουραῖος
κολουρία
κολουρῖτις
κολουρόκωνος
κολουροπυραμίς
κόλουρος
κολούρωσις
κόλουσις
κόλουσμα
κολουστός
κολουτέα
κολούω
κολοφών
κολοφωνέω
Κολοφώνιος
κολόχειρ
κολπαβρός
κολπάριον
κολπίας
κολπίζω
View word page
κολουστός
κολ-ουστός, , όν,
A). docked, without horns, Id. s.v. κόλον .


ShortDef

docked, without horns

Debugging

Headword:
κολουστός
Headword (normalized):
κολουστός
Headword (normalized/stripped):
κολουστος
IDX:
58701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58702
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολ-ουστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">docked, without horns</span>, Id. s.v. <span class="ref greek">κόλον</span> .</div> </div><br><br>'}