Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολοσσικός
κολοσσοβάμων
κολοσσοποιός
κολοσσοπόνος
κολοσσός
κολοσσουργία
κολοσυρτός
κολούλια
κολουραῖος
κολουρία
κολουρῖτις
κολουρόκωνος
κολουροπυραμίς
κόλουρος
κολούρωσις
κόλουσις
κόλουσμα
κολουστός
κολουτέα
κολούω
κολοφών
View word page
κολουρῖτις
κολουρ-ῖτις· γῆ (Sicel), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολουρῖτις
Headword (normalized):
κολουρῖτις
Headword (normalized/stripped):
κολουριτις
IDX:
58694
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58695
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολουρ-ῖτις·</span> <span class="foreign greek">γῆ</span> (Sicel), Id.</div><br><br>'}