κολοκύνθινος
κολοκύνθ-ινος, η, ον,
A). made or obtained from gourds, ἔλαιον PRev.Laws 39.6 (written κολυκινθ-, cf. 59.21 , also κολυκυντ- 40.10 , κολοκυντ- 55.9 , al., iii B.C.); πλοῖα VH 2.37 :—hence Com. name κολοκυνθο-πειρᾱταί, οἱ, gourd-pirates, ibid.
II). ἀμπέλου κολοκυν [θίνης], a kind of vine, PCair.Zen. 33.14 (iii B.C.).