Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολοιάρχης
κολοιάω
κολοίδιον
κολοίδορον
κολοιή
κολοιός
κολοιτία
κολοιτέα
κολοίφρυξ
κολοιώδης
κολοκάνος
κολοκάσιον
κολοκορδόκολα
κολόκυμα
κολοκύνθη
κολοκυνθιάς
κολοκύνθινος
κολοκυνθίς
κολόκυνθος
κολοκυνθών
κολοκύντη
View word page
κολοκάνος
κολοκάνος, ,
A). v. κολεκάνος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολοκάνος
Headword (normalized):
κολοκάνος
Headword (normalized/stripped):
κολοκανος
IDX:
58667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58668
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολοκάνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κολεκάνος</span> .</div> </div><br><br>'}