Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοιάω
κολοίδιον
κολοίδορον
κολοιή
κολοιός
κολοιτία
κολοιτέα
κολοίφρυξ
κολοιώδης
κολοκάνος
κολοκάσιον
κολοκορδόκολα
κολόκυμα
κολοκύνθη
View word page
κολοιή
κολοι-ή·
φωνή
, Id.; cf.
κολῳός
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κολοιή
Headword (normalized):
κολοιή
Headword (normalized/stripped):
κολοιη
IDX:
58661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58662
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολοι-ή·</span> <span class="foreign greek">φωνή</span>, Id.; cf. <span class="foreign greek">κολῳός</span>.</div><br><br>'}