Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοιάω
κολοίδιον
κολοίδορον
κολοιή
κολοιός
κολοιτία
κολοιτέα
κολοίφρυξ
κολοιώδης
κολοκάνος
κολοκάσιον
κολοκορδόκολα
κολόκυμα
View word page
κολοίδορον
κολοί-δορον· ξύλον μάχας ποιούντων ἐπεισφερόμενον (ἐπεσφαιρωμένον Salmasius), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολοίδορον
Headword (normalized):
κολοίδορον
Headword (normalized/stripped):
κολοιδορον
IDX:
58660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58661
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολοί-δορον·</span> <span class="foreign greek">ξύλον μάχας ποιούντων ἐπεισφερόμενον </span>(<span class="foreign greek">ἐπεσφαιρωμένον</span> Salmasius), Id.</div><br><br>'}