Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοιάω
κολοίδιον
κολοίδορον
κολοιή
κολοιός
κολοιτία
κολοιτέα
κολοίφρυξ
κολοιώδης
κολοκάνος
κολοκάσιον
κολοκορδόκολα
View word page
κολοίδιον
κολοί-διον·
παραξιφίδιον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κολοίδιον
Headword (normalized):
κολοίδιον
Headword (normalized/stripped):
κολοιδιον
IDX:
58659
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58660
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολοί-διον·</span> <span class="foreign greek">παραξιφίδιον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}