Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοιάω
κολοίδιον
κολοίδορον
κολοιή
κολοιός
View word page
κολοβοῦρος
κολοβοῦρος, ον,
A). stump-tailed, Hsch. s.v. κόθουρος .


ShortDef

stump-tailed

Debugging

Headword:
κολοβοῦρος
Headword (normalized):
κολοβοῦρος
Headword (normalized/stripped):
κολοβουρος
IDX:
58652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58653
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολοβοῦρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stump-tailed</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">κόθουρος</span> .</div> </div><br><br>'}