Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοιάω
κολοίδιον
κολοίδορον
κολοιή
View word page
κολοβοτράχηλος
κολοβοτράχηλος [ᾰ],,
A). stump-necked, Adam. 2.21 .


ShortDef

stump-necked

Debugging

Headword:
κολοβοτράχηλος
Headword (normalized):
κολοβοτράχηλος
Headword (normalized/stripped):
κολοβοτραχηλος
IDX:
58651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58652
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολοβοτράχηλος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stump-necked</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Adam.</span> 2.21 </span>.</div> </div><br><br>'}