Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
κολοβοτράχηλος
κολοβοῦρος
κολοβόω
κολοβώδης
κολόβωμα
κολόβωσις
κολοιάρχης
κολοιάω
κολοίδιον
View word page
κολοβόσταχυς
κολοβόστᾰχυς, υ,
A). with short spikes, of flowers, Dsc. 1.7 .


ShortDef

with short spikes

Debugging

Headword:
κολοβόσταχυς
Headword (normalized):
κολοβόσταχυς
Headword (normalized/stripped):
κολοβοσταχυς
IDX:
58649
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58650
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολοβόστᾰχυς</span>, <span class="itype greek">υ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with short spikes</span>, of flowers, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.7 </span>.</div> </div><br><br>'}