Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολλυριοποιέομαι
κολλυρίς
κολλυρίων
κολλυρόω
κολλώδης
κολλώροβον
κόλλωτες
κολόβαξ
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
κολοβός
κολοβόσταχυς
κολοβότης
View word page
κολοβιομαφόριον
κολοβ-ιομαφόριον, τό,
A). short μαφόριον (q.v.), Sammelb. 7033.36 (v A.D.).


ShortDef

short

Debugging

Headword:
κολοβιομαφόριον
Headword (normalized):
κολοβιομαφόριον
Headword (normalized/stripped):
κολοβιομαφοριον
IDX:
58640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58641
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολοβ-ιομαφόριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">short</span> <span class="foreign greek">μαφόριον</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 7033.36 </span> (v A.D.).</div> </div><br><br>'}