Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίς
κολλυρίων
κολλυρόω
κολλώδης
κολλώροβον
κόλλωτες
κολόβαξ
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
κολοβόριν
κολοβόρινος
View word page
κολόβαξ
κολόβαξ,
A). = κολόβιον , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολόβαξ
Headword (normalized):
κολόβαξ
Headword (normalized/stripped):
κολοβαξ
IDX:
58637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58638
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολόβαξ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κολόβιον</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}