Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίς
κολλυρίων
κολλυρόω
κολλώδης
κολλώροβον
κόλλωτες
κολόβαξ
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
κολοβόκερκος
κολοβομάχη
View word page
κολλώροβον
κολλώροβον,
A). v. κολλόροβον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολλώροβον
Headword (normalized):
κολλώροβον
Headword (normalized/stripped):
κολλωροβον
IDX:
58635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58636
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλώροβον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κολλόροβον</span> .</div> </div><br><br>'}