Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίς
κολλυρίων
κολλυρόω
κολλώδης
κολλώροβον
κόλλωτες
κολόβαξ
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
κολόβιον
κολοβοδιέξοδος
κολοβοκέρατος
View word page
κολλυρόω
κολλῡρόω, in pf. part. Pass., κεκολλυρωμένον· λευκῷ κεχρισμένον, Hsch. (-όμενον cod.). κολλύχνιον· καρύου λέπισμα, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολλυρόω
Headword (normalized):
κολλυρόω
Headword (normalized/stripped):
κολλυροω
IDX:
58633
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58634
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλῡρόω</span>, in pf. part. Pass., <span class="foreign greek">κεκολλυρωμένον· λευκῷ κεχρισμένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (-<span class="itype greek">όμενον</span> cod.). <span class="orth greek">κολλύχνιον·</span> <span class="foreign greek">καρύου λέπισμα</span>, Id.</div><br><br>'}