Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόλλοψ
κολλυβάτεια
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίς
κολλυρίων
κολλυρόω
κολλώδης
κολλώροβον
κόλλωτες
κολόβαξ
κολοβανθής
κολοβίζω
κολοβιομαφόριον
View word page
κολλυριοποιέομαι
κολλῡριοποιέομαι,
A). to be made into collyrium, Dsc. Eup. 1.197 (-λουρ-).


ShortDef

to be made into collyrium

Debugging

Headword:
κολλυριοποιέομαι
Headword (normalized):
κολλυριοποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
κολλυριοποιεομαι
IDX:
58630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58631
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλῡριοποιέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be made into collyrium</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eup.</span> 1.197 </span> (-<span class="itype greek">λουρ</span>-).</div> </div><br><br>'}