Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλούριον
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβάτεια
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίς
κολλυρίων
κολλυρόω
κολλώδης
View word page
κολλυβιστικός
κολλῠβ-ιστικός, , όν,
A). of a money-changer, τράπεζα Ostr.Strassb. 9 (iii B.C.), BGU 1118.23 (i B.C.), etc.


ShortDef

of a money-changer

Debugging

Headword:
κολλυβιστικός
Headword (normalized):
κολλυβιστικός
Headword (normalized/stripped):
κολλυβιστικος
IDX:
58624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58625
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλῠβ-ιστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">of a money-changer</span>, <span class="quote greek">τράπεζα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ostr.Strassb.</span> 9 </span> (iii B.C.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1118.23 </span> (i B.C.), etc.</div> </div><br><br>'}