Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολλοπίζω
κολλοποδιώκτης
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλούριον
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβάτεια
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
κολλύριον
κολλυριοποιέομαι
κολλυρίς
View word page
κολλυβάτεια
κολλῠβάτεια,
A). v. κουλυβάτεια .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολλυβάτεια
Headword (normalized):
κολλυβάτεια
Headword (normalized/stripped):
κολλυβατεια
IDX:
58621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58622
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλῠβάτεια</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κουλυβάτεια</span> .</div> </div><br><br>'}