Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολλοβάλοισι
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοποδιώκτης
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλούριον
κολλουρίς
κόλλουρος
κόλλοψ
κολλυβάτεια
κολλυβιστήριον
κολλυβιστής
κολλυβιστικός
κόλλυβος
κολλύρα
κολλυρίζω
κολλυρικός
View word page
κολλουρίς
κολλουρίς, ίδος, ,
A). marsh-mallow, Gloss.


ShortDef

marsh-mallow

Debugging

Headword:
κολλουρίς
Headword (normalized):
κολλουρίς
Headword (normalized/stripped):
κολλουρις
IDX:
58618
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58619
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλουρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">marsh-mallow,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}