Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίζω
κολλίκιον
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλιστής
κολλοβάλοισι
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοποδιώκτης
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλούριον
κολλουρίς
View word page
κολλοβάλοισι
κολλοβάλοισι
, dat. pl., dub. sens. in
Tab.Defix.
in
Rh.Mus.
55.85
(Crete, iii B.C.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κολλοβάλοισι
Headword (normalized):
κολλοβάλοισι
Headword (normalized/stripped):
κολλοβαλοισι
IDX:
58608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58609
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλοβάλοισι</span>, dat. pl., dub. sens. in <span class="title" style="font-style: italic;">Tab.Defix.</span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 55.85 </span> (Crete, iii B.C.).</div><br><br>'}