Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίζω
κολλίκιον
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλιστής
κολλοβάλοισι
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοποδιώκτης
κολλοπόω
κολλοπώλης
κολλόροβον
κολλούρα
κολλούριον
View word page
κολλιστής
κολλιστής,
A). = κολλητής , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολλιστής
Headword (normalized):
κολλιστής
Headword (normalized/stripped):
κολλιστης
IDX:
58607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58608
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλιστής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κολλητής</span> , <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div> </div><br><br>'}