Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόλλησις
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίζω
κολλίκιον
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλιστής
κολλοβάλοισι
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοποδιώκτης
κολλοπόω
View word page
κολλίκιον
κολλίκιον [λῑ],, Dim. of κόλλιξ, Greg.Cor. p.549 S.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολλίκιον
Headword (normalized):
κολλίκιον
Headword (normalized/stripped):
κολλικιον
IDX:
58603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλίκιον</span> [<span class="foreign greek">λῑ],</span>, Dim. of <span class="foreign greek">κόλλιξ</span>, Greg.Cor.<span class="bibl"> p.549 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div><br><br>'}