Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολλήσιμος
κόλλησις
κολλητέον
κολλητήρ
κολλητήριον
κολλητής
κολλητικός
κολλητίωνες
κολλητός
κόλλητρα
κολλίζω
κολλίκιον
κολλίκιος
κολλικοφάγος
κόλλιξ
κολλιστής
κολλοβάλοισι
κολλομελέω
κολλοπεύω
κολλοπίζω
κολλοποδιώκτης
View word page
κολλίζω
κολλ-ίζω, late form for κολλάω, Gp. 4.14.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολλίζω
Headword (normalized):
κολλίζω
Headword (normalized/stripped):
κολλιζω
IDX:
58602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58603
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολλ-ίζω</span>, late form for <span class="foreign greek">κολλάω</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 4.14.1 </span>.</div><br><br>'}