Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀμφίθλασμα
ἀμφιθλάω
ἀμφιθνήσκω
ἀμφιθοάζω
ἀμφίθρεπτος
ἀμφιθρύπτομαι
ἀμφιθρῴ/σκω
ἀμφίθυρος
ἀμφιθύσανος
ἀμφιίζομαι
ἀμφιΐστημι
ἀμφικαθίζομαι
ἀμφικάθημαι
ἀμφικαίνυμαι
ἀμφικαλύπτω
ἀμφικάρηνος
ἀμφίκαρπος
ἀμφίκαρτος
ἀμφίκαυστις
ἀμφικεάζω
ἀμφίκειμαι
View word page
ἀμφιΐστημι
ἀμφιΐστημι,
A). v. ἀμφίστημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀμφιΐστημι
Headword (normalized):
ἀμφιΐστημι
Headword (normalized/stripped):
αμφιιστημι
IDX:
5859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-5860
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀμφιΐστημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀμφίστημι.</span> </div> </div><br><br>'}