Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόλασμα
κολασμός
κολασσία
κολάστειρα
κολαστέος
κολαστήρ
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολάστρια
κολάττη
κολαφίζω
κόλαφος
κόλαψ
κολέα
κολαφασμός
κολεκάνος
κολεόν
κολεόπτερος
κολεός
κολεοφόροι
View word page
κολάττη
κολάττη· κόλακα, Hsch. (perh. Boeot. for κολάσαι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολάττη
Headword (normalized):
κολάττη
Headword (normalized/stripped):
κολαττη
IDX:
58564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολάττη·</span> <span class="foreign greek">κόλακα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (perh. Boeot. for <span class="foreign greek">κολάσαι</span>).</div><br><br>'}