Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κολακίς
Κολακοφωροκλείδης
Κολακώνυμος
κόλαξ
κολαπτήρ
κολαπτός
κολάπτω
κόλασις
κόλασμα
κολασμός
κολασσία
κολάστειρα
κολαστέος
κολαστήρ
κολαστήριος
κολαστής
κολαστικός
κολάστρια
κολάττη
κολαφίζω
κόλαφος
View word page
κολασσία
κολασσία· ἀνδριάντος σκιά, καὶ τὸ ἐς ὕψος ἀνάστημα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολασσία
Headword (normalized):
κολασσία
Headword (normalized/stripped):
κολασσια
IDX:
58556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58557
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολασσία·</span> <span class="foreign greek">ἀνδριάντος σκιά, καὶ τὸ ἐς ὕψος ἀνάστημα</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}