Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κόκκυξ
κόκκυς
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκρύδων
κοκρύνδακοι
κοκύαι
κόκχος
κολαβρεύομαι
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
Κολαινίς
κολακεία
κολάκευμα
κολακευτέος
κολακευτής
κολακευτικός
View word page
κολαβρεύομαι
κολαβρ-εύομαι, = sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κολαβρεύομαι
Headword (normalized):
κολαβρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κολαβρευομαι
IDX:
58533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58534
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κολαβρ-εύομαι</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}