Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
κοκκύμηλον
κοκκύμηλος
κοκκυμηλών
κόκκυξ
κόκκυς
κοκκυσμός
κοκκυστής
κόκκων
κοκκωτόν
κοκρύδων
κοκρύνδακοι
κοκύαι
κόκχος
κολαβρεύομαι
κολαβρίζω
κολαβρισμός
κόλαβρος
κολάζω
Κολαινίς
κολακεία
κολάκευμα
View word page
κοκρύνδακοι
κοκρύνδακοι·
κυλλοί
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
κοκρύνδακοι
Headword (normalized):
κοκρύνδακοι
Headword (normalized/stripped):
κοκρυνδακοι
IDX:
58530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58531
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοκρύνδακοι·</span> <span class="foreign greek">κυλλοί</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}