Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκοβόας
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολάχανον
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κόκκομαν
κοκκόνοι
κοκκοποιόν
κοκκόριζον
κόκκος
κοκκούμιον
κόκκῡ
κοκκύαι
κοκκυβόας
κοκκυγέα
κοκκύγινος
κοκκύζω
κοκκυμηλέα
View word page
κοκκοποιόν
κοκκο-ποιόν· κοκκοβαφές, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοκκοποιόν
Headword (normalized):
κοκκοποιόν
Headword (normalized/stripped):
κοκκοποιον
IDX:
58509
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58510
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοκκο-ποιόν·</span> <span class="foreign greek">κοκκοβαφές</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}