Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοκκινίζω
κοκκινοβαφής
κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοάξ
κοκκοβάρη
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκοβόας
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολάχανον
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κόκκομαν
κοκκόνοι
κοκκοποιόν
κοκκόριζον
κόκκος
View word page
κοκκοβόας
κοκκο-βόας,
A). v. κοκκυβόας .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοκκοβόας
Headword (normalized):
κοκκοβόας
Headword (normalized/stripped):
κοκκοβοας
IDX:
58501
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58502
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοκκο-βόας</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">κοκκυβόας</span> .</div> </div><br><br>'}