Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

κοκκάριον
κοκκηρός
κοκκίζω
κοκκινίζω
κοκκινοβαφής
κοκκινοειδής
κόκκινος
κοκκίον
κοκκίς
κοκκοάξ
κοκκοβάρη
κοκκοβαφής
κοκκοβαφία
κοκκοβόας
κοκκόδαφνον
κοκκοθραύστης
κοκκολάχανον
κοκκολέκτης
κοκκολογέω
κόκκομαν
κοκκόνοι
View word page
κοκκοβάρη
κοκκο-βάρη· γλαῦξ, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κοκκοβάρη
Headword (normalized):
κοκκοβάρη
Headword (normalized/stripped):
κοκκοβαρη
IDX:
58498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-58499
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">κοκκο-βάρη·</span> <span class="foreign greek">γλαῦξ</span>, Id.</div><br><br>'}